H υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών. Γιατί αποτυγχάνει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης;
Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην πλευρά των ηττημένων και έχοντας χάσει στον πόλεμο 1,8 εκατ. Γερμανών, περίπου το 13% των στρατεύσιμων ανδρών.
Η υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών στις 28 Ιουνίου 1919 σηματοδοτεί και το επίσημο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών η Γερμανία τιμωρείται ως υπεύθυνη του πολέμου και εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει εδάφη, να παραχωρήσει τις αποικιακές της κτήσεις στις νικητήριες δυνάμεις και να αποζημιώσει με τεράστια για την εποχή ποσά τη Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ παράλληλα προβλέπεται η απαγόρευση κατοχής πολεμικού εξοπλισμού της ηττημένης Γερμανίας και η υποχρέωση παράδοσης του πολεμικού της στόλου στους νικητές.
Στις 9 Νοεμβρίου 1918 εγκαθιδρύεται το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα στο γερμανικό έδαφος, αφήνοντας στο παρελθόν το μοναρχικό καθεστώς, ως αποτέλεσμα της ήττας της αυτοκρατορικής Γερμανίας στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης επωμίζεται το βάρος μίας επαχθούς για τη Γερμανία συνθήκης η οποία δημιουργεί ένα έντονο κλίμα δυσαρέσκειας σε όλο το εύρος του γερμανικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Τζον Κέινς αποτελεί «πολιτική του υποβιβασμού της Γερμανίας σε υποτέλεια για μία γενιά». Στην κοινή συνείδηση το δημοκρατικό πολίτευμα της Βαϊμάρης συνδέεται με την ατιμωτική συνθηκολόγηση εις βάρος της Γερμανίας και κατηγορείται για τους δυσμενής όρους που επιβάλλονται στο κράτος.
Στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το όραμα της Μεγάλης Γερμανίας γκρεμίζεται και δημιούργει αίσθημα αδικίας και ανησυχίας για την μοίρα του γερμανικού έθνους. Η νεοσύστατη δημοκρατία αναλαμβάνει να διαχειριστεί το βάρος των δυσβάσταχτων όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών και πολύ περισσότερο να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που αυτοί δημιούργησαν στο λαό και σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας μέχρι και το 1923 στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής βρίσκονται συνεχείς αναταράξεις και επαναστάσεις που συντελέστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και σχετίζονται άμεσα με την ήττα στον πόλεμο και τους όρους της συνθηκολόγησης.
Από το 1923, παρατηρείται μια επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση του γερμανικού κράτους, η οποία συνδέεται και με τις ενέργειες στις οποίες προέβη η κυβέρνηση μετά την κατάληψη του Ρουρ από τη Γαλλία. Την ίδια περίοδο οξύνεται η πολιτική κρίση με τις “απεργίες του Cuno”, εναντίον της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία της Βαϊμάρης. Κατά τα έτη 1922-1923 κορυφώνεται δραματικά η πορεία του πληθωρισμού που ξεκινά ήδη από το 1918.
Η υποτίμηση του γερμανικού μάρκου λαμβάνει χώρα με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Από τον Αύγουστο του 1922 η ισοτιμία γερμανικού μάρκου και δολαρίου ήταν περίπου 1.000:1. Μέχρι και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους η αξία του γερμανικού νομίσματος έχει υποτιμηθεί τόσο ώστε η ισοτιμία να ανέρχεται 7.000:1. Στις τιμές των τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης εντοπίζονται και οι πιο σοβαρές επιπτώσεις του πληθωρισμού και της συνεχούς υποτίμησης του γερμανικού μάρκου. Η κάλυψη των βασικών αναγκών σε τρόφιμα ήταν δύσκολη για πολλά νοικοκυριά. Ο Evans αναφέρει πως το 90% του εισοδήματος μιας οικογένειας κάλυπτε ανάγκες μόνο για σίτιση.
Ο πληθωρισμός και υπερπληθωρισμός αποτέλεσαν έμμεση πληγή και στα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας. Ως θύμα της υποτίμησης, η μεσαία τάξη ουσιαστικά διαλύεται, και μαζί της διαλύεται και η βάση των υποστηρικτών και ψηφοφόρων των πολιτικών κομμάτων με τα οποία συνδέθηκε. Τα κόμματα της μεσαίας τάξης αποδυναμώνονται , ενώ τα τελευταία χρόνια του 1920 η φωνή των άκρο Δεξιών κομμάτων ακούγεται περισσότερο.
Ο σοβαρότερος ίσως κλυδωνισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έρχεται με την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, που προκλήθηκε από το χρηματιστηριακό κραχ στις 24 Οκτωβρίου κι αποτέλεσε τη βαθύτερη οικονομική ύφεση στη σύγχρονη ιστορία.
Ταυτόχρονα, οι συντηρητικές ομάδες βρίσκουν την απάντηση στα αίτια της παρακμής της παλαιάς ηθικής στις σεξουαλικές ελευθερίες κυρίως των νέων, στις φεμινιστικές ιδέες που αναπτύσσονται την ίδια περίοδο, στην υποδοχή της μοντέρνα τέχνη κ.λπ. Η κριτική αυτή που ασκήθηκε ως ήταν φυσικό συνδέθηκε άμεσα και με το πολιτικό σκηνικό. Η πόλωση των συντηρητικών και των ριζοσπαστών αντιστοιχεί και στην πολιτική πόλωση δημοκρατών και φιλομοναρχικών. Η δυσαρέσκεια και η κριτική στην πρωτοποριακή τέχνη, όπως και η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η σεξουαλική απελευθέρωση, το φεμινιστικό κίνημα κ.α. μεταφράστηκαν ως δυσαρέσκεια προς το κυβερνητικό χώρο και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, στον χώρο του πολιτισμού και της κουλτούρας αναπτύχθηκαν έντονα και αντισημιτικά αισθήματα, τόσο από το χώρο της δεξιάς όσο και από κάποιες μερίδες των υποστηρικτών των κεντρώων κομμάτων. Η θέση που κατείχαν κάποιοι Εβραίοι στον χώρο του τύπου, των εκδόσεων, της δημοσιογραφίας αλλά και σε τέχνες όπως το θέατρο και ο κινηματογράφος, όξυνε την μια διαδεδομένη αλλά λανθασμένη αντίληψη σχετικά με την ηγεμονία των Εβραίων στο χώρο της κουλτούρας.
Μέσα σε αυτό το σχήμα το εβραϊκό πνεύμα συνδέεται και ευθύνεται με το παρακμάζον πολιτισμικό προϊόν της εποχής της Βαϊμάρης. Ο συντηρητικός χώρος φαίνεται να τροφοδοτεί συνεχώς την ανησυχία της απειλής της γερμανικής πολιτισμικής ταυτότητας και να στρέφεται εναντίον του πολιτεύματος και των όσων πρεσβεύει κυρίως σε σχέση με την ιδεολογική του κατεύθυνση και την ριζοσπαστική κουλτούρα που εκφράζεται χωρίς πλέον χωρίς περιορισμούς. Έτσι η γενικότερη δυσαρέσκεια που παρατηρείται προς τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν περιορίζεται μόνο στο πολιτικό σκηνικό αλλά διαπερνά κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής του λαού. Οι πολέμιοι της δημοκρατίας δεν αρκούνται στην πολιτική διαφοροποίηση του αλλά εντάσσουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα στο πολιτικό πεδίο πλήττοντας περισσότερο τη δημοκρατική κυβέρνηση.
Οι οικονομικές συνθήκες, η απειλή των επαναστάσεων, ο φόβος του κομμουνισμού, οι εξοντωτικές συνθήκες της συνθηκολόγησης, η γενικευμένη αντιπάθεια προς την δημοκρατία, η μαζική κουλτούρα, ο αντισημιτισμός και φυσικά η προπαγάνδα δημιουργούν συνθήκες αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού που συμβάλλουν στην πόλωση και την άνοδο του κόμματος του Χίτλερ.
Η άνοδος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσίας και η ανάδειξη του Χίτλερ σε Καγκελάριο σηματοδοτούν το τέλος του σύντομου δημοκρατικού καθεστώτος του 1918.
Το ναζιστικό κόμμα και οι υποστηρικτές του είχαν υιοθετήσει εξελικτικές θεωρίες του προηγούμενου αιώνα και νομιμοποιούσαν κάθε μορφής βία στο όνομα της προόδου. Πίστευαν στην καθαρότητα την φυλής, κυρίως με όρους βιολογικούς και προπαγάνδιζαν έντονα την αναγέννηση του γερμανικού λαού μέσα από τη δημιουργία του Γ’ Ράιχ, καθώς και τη σταδιακή εξελικτική πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Με λίγα λόγια, κάθε τι μιαρό βιολογικά έπρεπε να αποκοπεί από το «υγιές» κομμάτι και να εξαφανιστεί, ως θυσία στο όνομα του κοινού εθνικού καλού.
Το Κραχ της αμερικανικής οικονομίας, με την οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη και η γερμανική οικονομία, το 1929, έδωσε τη χαριστική βολή στην παραπαίουσα δημοκρατία της Βαϊμάρης, ανοίγοντας το δρόμο στον Χίτλερ και στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα που με την εθνικιστική ρητορική του κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα σαθρά θεμέλια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και να αναρριχηθεί στην εξουσία.